Παρασκευή 5 Μαρτίου 2010

Ένα απλωμένο χέρι

Μια φιγούρα στέκεται μπροστά μου. Το χέρι απλωμένο, τα λόγια όχι ακριβώς ξεκάθαρα. «Η αδερφή μου έχει κι ένα πρόβλημα και αν μπορείτε να μου δώσετε 1-2 ευρώ...».  Είναι απόγευμα Δευτέρας. Ο δρόμος αν και κεντρικός είναι άδειος. Δεν βλέπω καμία κοπέλα. Δεν υπάρχει κανείς εκεί, εκτός από εμάς τους δυό. Τον κοιτάω. Είναι ένα παιδί 18-20 χρονών. Πρόσωπο καθαρό, ρούχα καθαρά, βλέμμα...βλέμμα καθαρό. Παράξενα καθαρό.


Τόσα χρόνια και δεν έχω μάθει να τους ξεχωρίζω. Τους κοιτάω στα μάτια για να καταλάβω αν είναι χρήστες  και δεν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά. Εκτός αν παραπατάνε. Αλλά σ’ αυτό το παιδί δεν έβλεπα τίποτα παράξενο. Εκτός από το να ζητιανεύει στο δρόμο. 


Η αντίδραση μου προς τους ζητιάνους εξαρτάται από τη διάθεση της ημέρας. Αν έχω νεύρα, δεν τους δίνω τίποτα, ούτε καν τους κοιτάω. Σκέψεις πλημμυρίζουν το μυαλό μου: «Εμείς (ή εγώ) γιατί δουλεύουμε; Ηλίθιοι είμαστε; Να πας να δουλέψεις» και συνεχίζω «Γιατί να σου δώσω; Για να πάρεις πάλι ναρκωτικά;». Τους λέω, «δεν έχω» κι ας είναι γεμάτο το πορτοφόλι.


Μόνο που μόλις πω όχι και φύγουν, με πιάνουν οι τύψεις. Σαν κι εκείνο το διαβολάκι και αγγελάκι που σου μιλάνε ταυτόχρονα στις ταινίες: «Σιγά τσιγκούνα, για 2 ευρώ; Ούτε ένα πακέτο τσίχλες», «Δεν αντέχουν όλοι κάθε μέρα δουλειά, δουλειά, δουλειά, και δεν έχουν όλοι ίσες ευκαιρίες». Ή πάλι σκέφτομαι, «Αφού ξέρεις ότι η κοινωνική πρόνοια στην Ελλάδα είναι χάλια...». Και χιλιάδες ακόμα σκέψεις.

Του είπα «όχι, δεν έχω». Ψέμματα. Μόλις είχα τον μηνιαίο μισθό στην τσάντα, ζεστό ζεστό και έτοιμο για κατανάλωση. Αλλά δεν του έδωσα ούτε ευρώ. Με ευχαρίστησε και έφυγε. Μέσα σε 2 λεπτά είχα βγάλει  5 ευρώ από την τσάντα και τον έψαχνα. Πουθενά. Χώθηκε σε ένα στενό και πάει, χάθηκε.

Θυμάστε το 15χρονο παιδί που είχε φύγει από το σπίτι του και στριφογύριζε και στην Αργολίδα;  Το είχα πετύχει και μου είχε ζητήσει λεφτά. Αρνήθηκα  (ήταν μια τέτοια μέρα). Φαινόταν 19-20 χρονών, κουβαλούσε μια βαλίτσα. Όταν τον είδα στην τηλεόραση, στεναχωρήθηκα. Το αγγελάκι μέσα μου άρχισε: «Αν το ήξερα, θα του είχα δώσει. Ίσως να μιλούσαμε και να το είχα βοηθήσει. Που να φανταστώ;». Και τότε πετάχτηκε το διαβολάκι : «Ε, τότε, γιατί το ξαναέκανες;». Πείτε μου τώρα, τι να μου πω;   


Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Τα Αργολικά" στις 4/3/2010
Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου